- συναντιλαβέσθαι
- σύν-ἀντιλαμβάνωreceive instead ofaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναντιλαμβάνομαι — ΜΑ βοηθώ, συντρέχω αρχ. 1. βοηθώ κάποιον να αποκτήσει κάτι («συναντιλαβέσθαι τῆς ἐλευθερίας», Διόδ.) 2. βοηθώ στην υποστήριξη («συναντιλήψονται μετὰ σοῡ τὴν ὁρμὴν τοῡ λαοῡ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀντιλαμβάνομαι «βοηθώ»] … Dictionary of Greek